- παραθεριστής
- wczasowicz (m) rzecz.
Ελληνικά-Πολωνικά λεξικό.
Ελληνικά-Πολωνικά λεξικό.
παραθεριστής — ο, θηλ. παραθερίστρια [παραθερίζω] πρόσωπο που παραθερίζει, που διαμένει στην εξοχή κατά το καλοκαίρι … Dictionary of Greek
παραθεριστής — ο θηλ. παραθερίστρια αυτός που παραθερίζει, που μένει σε θέρετρο το καλοκαίρι: Στα ορεινά δεν πηγαίνουν πολλοί παραθεριστές τα τελευταία χρόνια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)